- κατακρεούργηση
- η 1. ο κατατεμαχισμός, άγριος φόνος με μαχαίρι2. μτφ. κακότεχνη εκτέλεση μουσικής, κάκιστη απαγγελία ποιήματος κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακρεουργῶ. Η λ., στον λόγιο τύπο κατακρεούργησις, μαρτυρείται από το 1872 στον Πέτρο Ξανθάκη].
Dictionary of Greek. 2013.